- ευτράπελος
- -η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)νεοελλ.1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελοη φαιδρότητα, η γελοιότηταμσν.1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελονη ευτραπελία2. ευκίνητος, επιδέξιοςαρχ.1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός4. δόλιος, πανούργος5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεωςβ) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).επίρρ...εὐτραπέλως (Α)επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- τού ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).ΠΑΡ. ευτραπελίααρχ.ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.